αετοφόρος

αετοφόρος
(aetophorus). Ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβίδων. Το σώμα τους είναι πολύ μικρό και φτάνει μόλις τα 0,6 έως 0,7 εκ. Ζουν κοντά σε έλη και κάτω από πέτρες και κορμούς δέντρων. Είναι έντομα νυχτόβια και φυτοφάγα.
* * *
ἀετοφόρος, ο (Α)
αυτός που φέρει, που κρατά τον αετό, δηλαδή λάβαρο ή σημαία που εικονίζει αετό, ο σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετὸς + -φόρος < φέρω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀετοφόρον — ἀετοφόρος standard bearer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀετοφόρων — ἀετοφόρος standard bearer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • αητοφόρος — ἀητοφόρος, ον (Μ) ο αετοφόρος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”